εξερεθισμός

εξερεθισμός
ο
εξερέθιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξερεθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξερεθισμός — ο η εξερέθιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κνίσμα — κνίσμα, τὸ (Α) [κνίζω] 1. στον πληθ. τὰ κνίσματα α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ ὄνυξιν ἔχει;» Ανθ. Παλ.) β) μτφ. έριδες, τσακωμοί 2. μτφ. εξοργισμός, εξερεθισμός 3. θραύσμα, τρίμμα …   Dictionary of Greek

  • κνισμός — ο (Α κνισμός) [κνίζω] κνησμός, φαγούρα αρχ. 1. εξοργισμός, εξερεθισμός 2. (στους εραστές) φιλονικία 3. είδος χορού 4. είδος αυλήσεως …   Dictionary of Greek

  • εξερέθιση — η παροξυσμός, διέγερση, παρόργιση, εξερεθισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”